- χαλαστήρια
- χαλ-αστήρια (sc. σχοινία), τά,A ropes for letting down a portcullis, opp. ἀνασπαστήρια, App.BC4.78: cf. σχαστήρια.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλαστήρια — ropes for letting down neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλαστήρια — τὰ, Α βλ. χαλαστήριο … Dictionary of Greek
χαλαστηρίων — χαλαστήρια ropes for letting down neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλαστήριο — το / χαλαστήριον, ΝΑ νεοελλ. εξάρτημα, αγόμενο για το λύσιμο τών τριγωνικών ιστίων τών ιστιοφόρων, κν. καργέλι αρχ. (μόνο στον πληθ.) τὰ χαλαστήρια σχοινιά με τα οποία κατέβαζαν την καταρρακτή θύρα, τον καταρράκτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαλασ τού… … Dictionary of Greek
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek